- σοφός
- -ή, -ό / σοφός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύφος Α1. πλούσιος σε γνώσεις, πολυμαθής, αυτός που γνωρίζει τα πράγματα σε βάθος, ευρυμαθής2. έξυπνος, ευφυής (α. «σοφό παιδί» β. «ὅστις σ', Ὀδυσσεῡ, μὴ λέγει γνώμη σοφὸν φῡναι... μῶρός ἐστ' ἀνήρ», Σοφ.)3. αυτός που έχει ορθή κρίση, μεγάλη πείρα τής ζωής και σύνεση, συνετός, φρόνιμος (α. «υπῆρξε σοφός κυβερνήτης» β. «ὁ χρήσιμ' εἰδώς, οὐχ ο πόλλ' εἰδὼς σοφός», Αισχύλ.)4. (με παθ. σημ.) αυτός που έχει επινοηθεί με ευφυΐα, εύστοχος, επιτυχής, κατάλληλος (α. «σοφή σκέψη» β. «νόμοι δὲ αὐτοῑσι ὧδε κατεστᾱσιὁ μὲν σοφώτατος ὅδε κατὰ γνώμην τὴν ἡμετέρην», Ηρόδ.)5. φρ. «σοφόν τό σαφές» — η σαφήνεια είναι γνώρισμα τής σοφίας ή τού σοφού ανθρώπουαρχ.1. (σχετικά με τέχνη, επιστήμη ή επάγγελμα) αυτός που γνωρίζει κάτι καλά, που κατέχει κάτι στην εντέλεια («ἀλλ' οὔπω σοφὸς ἂν εἴης τὴν μουσικὴν εἰδὼς ταῡτα μόνα», Πλάτ.)2. (με ειρων. σημ.) σοφιστής («Πρόδικος δὲ ὁ σοφός», Ξεν.)3. το ουδ. ως ουσ. τὸ σοφόνευφυΐα4. (το αρσ. στον υπερθ.) ὁ σοφώτατοςτίτλος νομομαθών5. φρ. «τὸ σοφὸν οὐ σοφία» — η ευφυΐα δεν είναι σοφία.επίρρ...σοφώς / σοφῶς ΝΑ, και σοφά Νμε σοφία, με σύνεση (α. «σοφά μίλησες» β. «ὁ μὲν σοφῶς γὰρ εἶπεν», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι συνδέσεις τής λ. με το επίρρ. σάφα* και με τον τ. Σίσυφος* δεν θεωρούνται ικανοποιητικές. Η οικογένεια τών σοφός, σοφία χρησιμοποιήθηκε σημασιολογικά με την ευρεία έννοια τής φιλοσοφίας (βλ. λ. φιλοσοφία), αλλά και «επί κακώ» στα παράγωγα σοφίζομαι, σόφισμα, σοφιστής, για να δηλώσει το τέχνασμα, την πανουργία, τη μηχανορραφία (βλ. λ. σοφίζομαι). Με α' συνθετικό τη λ. σοφός, τέλος, έχει σχηματιστεί το ανθρωπωνύμιο Σοφοκλής.ΠΑΡ. σοφία, σοφίζομαιαρχ.σοφώμσν.σοφίς, σοφώδης.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. σοφοδότις, σοφόδωρος, σοφόνους, σοφοποιός, σοφοτέχνης, σοφουργόςμσν.σοφοσυνήγορος. (Β' συνθετικό) άσοφος, δοκησίσοφος, θυμόσοφος, ιατροφιλόσοφος, μωρόσοφος, πάνσοφος, πολύσοφος, υπέρσοφος, φιλόσοφος, ψευδόσοφοςαρχ.αγροικόσοφος, ακρόσοφος, αυτόσοφος, αφιλόσοφος, διάσοφος, δοξοματαιόσοφος, δοξόσοφος, εθελοφιλόσοφος, εμφιλόσοφος, ένσοφος, επίσσοφος, εύσοφος, ημίσοφος, θεόσοφος, μικρόσοφος, μισόσοφος, οιησίσοφος, οφθαλμόσοφος, παντόσοφος, τρίσοφος, υπόσοφος, χειρόσοφοςνεοελλ.αμπελοφιλόσοφος, κενόσοφος, ψευδοφιλόσοφος, ψευτοφιλόσοφος].
Dictionary of Greek. 2013.